Η κυριακάτικη ατμόσφαιρα φαινόταν σχεδόν ακίνητη, ήσυχη, γεμάτη από υγρασία καπνούς & μυρωδιά καμένου ξύλου. Οι αχτίδες του ήλιου έφταναν σχηματίζοντας φωτεινές δέσμες σαν φανταστικές τεράστιες κουρτίνες που άλλαζαν θέση σε κάθε ανεπαίσθητη μεταβολή του αιωρούμενου καπνού. Ένας απαλός θόρυβος από σύρσιμο ξερών φύλων τράβηξε τη προσοχή μου. Κρατώντας την εφημερίδα που διάβαζα, πλησίασα με κάποια περιέργεια, προς το παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Πρέπει να πω ότι ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο υπάρχουν μερικά δένδρα, κάτι σαν πλατανάκια. Αυτά λοιπόν το καλοκαίρι έχουν καταπράσινο φύλλωμα ενώ τώρα, όσα έμειναν ακόμη, έχουν χρυσοκίτρινο χρώμα και πέφτουν πλέον στο έδαφος, καλύπτοντας και όσα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα εκεί κοντά τους. Μια γυναικεία φιγούρα, η κυρία της διπλανής πόρτας, περιτριγυρισμένη από τα πεσμένα φύλλα προσπαθούσε να τα συμμαζέψει. Με τα μαλλιά της γερμένα έτσι όπως τα μάζευε και τον φθινοπωρινό αδύναμο ήλιο μέσα από τα κλαδιά να τη φωτίζει σαν προβολέας στη σκηνή σ' αυτό το όμορφο ντεκόρ με χρυσές ανταύγειες απο τα κίτρινα φύλλα, αναλογίστηκα αν περνούσαν από τη σκέψη της εκείνοι οι όμορφοι στίχοι του Jacques Prévert
"Les feuilles mortes se ramassent à la pelle.."
"βλέπεις δεν ξέχασα... / εκείνη την εποχή, η ζωή ήταν πιο όμορφη.... / κι ο ήλιος πιο λαμπρός από σήμερα..."
Εξακολουθούσα να την παρατηρώ ενώ ο αέρας δυνάμωνε, κι ένα μακρύ κόκκινο κασκόλ που φορούσε γυρόφερνε σαν να έπαιζε μαζί της σε κάθε της κίνηση και τα φύλλα που μάζευε, σε μικρούς σωρούς σε λίγο ο αέρας θα τα χώριζε πάλι, έτσι όπως η ζωή χωρίζει και τους ανθρώπους...
Mais la vie sépare ceux qui s'aiment....
έτσι, όπως το έλεγε κι ο
Υves Montand.